αυτογεμής

αυτογεμής
-ές
(για πυροβόλα όπλα) αυτός που γεμίζει αυτομάτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + γέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία (πρβλ. εμπροσθογεμής, οπισθογεμής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”